Das Wort
Με θαύματα κι όνειρα μακρινά
Στης γης μου έφτανα τα μέρη τ’ ακρινά
Και καρτερούσα η Μοίρα η τεφρή
Μες στην πηγή της τ’όνομα να βρει –
Τότε σφιχτά μπορούσα να τ’αδράχνω και γερά
Ανθούν τώρα στα πέρατα όλ’αστραφτερά...
Κάποτε από ταξίδι έφτασα καλό
Μ’ένα κειμήλιο πλούσιο κι απαλό
Μίλησε κι είπε ώρα σαν έψαξε πολλή:
«Τίποτε στο βυθό εδώ δεν κοιμάται τον βαθύ»
Τότε ’κείνο μέσ’ απ’ τα χέρια μου γλιστρά
Που η γης μου πια το θησαυρό ποτέ δεν αποκτά...
Πενθώντας την παραίτηση έμαθα έτσι: