Εξωγήινοι και διαπλανητικές επικοινωνίες: η απρόβλεπτη σημασία των βασικών δεδομένων


απόσπασμα από ένα κείμενο του Ρενέ Γκενόν (1923)

Για να μπορέσουν δύο όντα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους με μέσα αισθητά είναι πριν απ’όλα απαραίτητο και τα δύο να διαθέτουν αισθήσεις. Όχι μόνο, αλλά είναι ανάγκη οι αισθήσεις να είναι οι ίδιες, τουλάχιστον εν μέρει: αν ένα από τα δύο δεν μπορεί να έχει αισθήσεις ή αν δεν έχουν κοινές αισθήσεις, καμία επικοινωνία αυτού του τύπου δεν είναι δυνατή. Αυτό μπορεί να φαίνεται πολύ προφανές, μα οι αλήθειες αυτού του είδους είναι εκείνες που ξεχνιούνται πιο εύκολα ή στις οποίες δεν δίνει κανείς προσοχή και οι οποίες παρ’όλα αυτά έχουν μια σημασία που δεν υποψιάζεται κανείς. Από τις δύο συνθήκες που αναφέραμε, είναι η πρώτη που καθορίζει με τρόπο απόλυτο την αδυνατότητα της επικοινωνίας με τους νεκρούς μέσω πνευματιστικών πρακτικών. Όσον αφορά τη δεύτερη, αυτή το λιγότερο θέτει πολύ σοβαρά σε κίνδυνο τη δυνατότητα των διαπλανητικών επικοινωνιών. Αυτό το τελευταίο σημείο συνδέεται άμεσα με όσα είπαμε στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου: θα το εξετάσουμε αμέσως, επειδή οι θεωρήσεις στις οποίες θα μας εισαγάγει, θα διευκολύνουν την κατανόηση του άλλου ζητήματος, εκείνου που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ.
Αν δεχθεί κάποιος τη θεωρία που εξηγεί όλες τις αισθήσεις με παλμικές κινήσεις λιγότερο ή περισσότερο γρήγορες και αν εξετάσει τον πίνακα όπου υποδεικνύονται οι αριθμοί των παλμών ανά δευτερόλεπτο που αντιστοιχούν σε κάθε τύπο αίσθησης, μένει εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι τα διαλείμματα που αναπαριστούν αυτό που μεταδόθηκε από τις αισθήσεις είναι πολύ μικρά σε σχέση με το σύνολο: αυτά χωρίζονται από άλλα διαστήματα στα οποία για μας δεν υπάρχει τίποτα το αντιληπτό και, επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ένα ακριβές όριο στην ανιούσα ή κατιούσα συχνότητα των παλμών. (Σημείωση: Είναι προφανές ότι η συχνότητα ενός παλμού ανά δευτερόλεπτο δεν αναπαριστά ένα ελάχιστο όριο, καθώς το δευτερόλεπτο είναι μια μονάδα εντελώς σχετική, όπως εξάλλου οποιαδήποτε μονάδα μέτρησης. Η καθαρή αριθμητική μονάδα είναι η μόνη απολύτως αδιαίρετη). Πρέπει επομένως να θεωρήσουμε τον πίνακα επιδεκτικό επέκτασης από τη μια μεριά και από την άλλη με απροσδιόριστες δυνατότητες αισθήσεων, δυνατότητες στις οποίες δεν αντιστοιχεί για εμάς κάποια πραγματική αίσθηση. Αλλά το να πούμε ότι υπάρχουν δυνατότητες αισθήσεων ισοδυναμεί με το να πούμε ότι τέτοιες αισθήσεις είναι δυνατόν να υπάρχουν σε όντα διαφορετικά από μας, τα οποία, αντιθέτως, μπορεί να μην έχουν καμία από αυτές που εμείς έχουμε. Σ’αυτή την περίπτωση, όταν λέμε «εμείς» δεν έχουμε την πρόθεση να εννοήσουμε μόνο τους ανθρώπους αλλά γενικά όλα τα γήινα όντα, καθώς δεν φαίνεται ότι οι αισθήσεις σε αυτά διαφέρουν σε μεγάλες αναλογίες, και ακόμα κι αν η έκτασή τους μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, αυτές παραμένουν πάντα θεμελιωδώς οι ίδιες.
Η φύση αυτών των αισθήσεων φαίνεται επομένως να καθορίζεται από το γήινο περιβάλλον. Αυτή δεν είναι μια ιδιότητα συμφυής με το ένα ή με το άλλο είδος, αλλά είναι συνδεδεμένη με το γεγονός ότι τα εν λόγω είδη ζουν στη Γη και όχι αλλού. Αναλογικά, σε οποιονδήποτε άλλον πλανήτη οι αισθήσεις πρέπει να είναι καθορισμένες κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά μπορεί τότε να μην συμπίπτουν απολύτως με εκείνες που κατέχουν τα γήινα όντα και είναι εξαιρετικά πιθανό ότι τα πράγματα είναι έτσι. Πράγματι, κάθε δυνατότητα αίσθησης πρέπει να μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάποιο τμήμα του σωματικού κόσμου, αφού όλο αυτό που αποτελεί μια αίσθηση είναι στην ουσία μια σωματική ικανότητα. Καθώς τέτοιες δυνατότητες είναι απροσδιόριστες, υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες οι ίδιες να πραγματοποιηθούν δυο φορές, ή, με άλλα λόγια, όντα που κατοικούν σε δύο διαφορετικούς πλανήτες να κατέχουν αισθήσεις που να συμπίπτουν εξ ολοκλήρου ή ακόμη εν μέρει. Αν εντούτοις υποτεθεί ότι μια τέτοια σύμπτωση είναι δυνατόν παρ’όλα αυτά να πραγματοποιηθεί, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν πολύ λίγες πιθανότητες να πραγματοποιηθεί ακριβώς σε συνθήκες χρονικής και χωρικής εγγύτητας τέτοιες που να επιτρέπουν μια επικοινωνία. Θέλουμε να πούμε ότι αυτές οι πιθανότητες, οι οποίες είναι ήδη απειροστικές όσον αφορά το σύνολο του σωματικού κόσμου, διαπιστώνονται απροσδιόριστα μειωμένες αν εξεταστούν σε σχέση με τα άλλα όντα ταυτόχρονα σε μια δεδομένη στιγμή και με τρόπο ακόμα περισσότερο απροσδιόριστο αν, ανάμεσα στα άστρα, εξεταστούν μόνο εκείνα που είναι πολύ κοντά το ένα με το άλλο, όπως οι διάφοροι πλανήτες του ίδιου συστήματος. Αυτό προκύπτει απαραίτητα από το γεγονός ότι χρόνος και χώρος αποτελούν αυτοί οι ίδιοι δυνατότητες απροσδιόριστες.
Δεν υποστηρίζουμε ότι μια διαπλανητική επικοινωνία αποτελεί μια απόλυτη αδυνατότητα. Λέμε μόνο ότι οι πιθανότητες να επαληθευτεί είναι δυνατόν να εκφραστούν σύμφωνα με μία απειροστική ποσότητα διαφόρων βαθμών, και για τις οποίες, αν τεθεί το ζήτημα για μια συγκεκριμένη περίπτωση, όπως εκείνη της Γης και ενός άλλου πλανήτη του ηλιακού συστήματος, δεν κινδυνεύει κάποιος να κάνει λάθος αν τις θεωρήσει μηδενικές. Πρόκειται, περιληπτικά, για μια απλή εφαρμογή του λογισμού των πιθανότητων.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτό που εμποδίζει μια διαπλανητική επικοινωνία δεν είναι δυσκολίες του είδους εκείνου που μπορεί να συναντήσουν λόγου χάρη για να επικοινωνήσουν δύο άνθρωποι που ο ένας δεν γνωρίζει τη γλώσσα του άλλου. Τέτοιες δυσκολίες δεν θα ήταν αξεπέραστες, καθώς τα δύο όντα θα μπορούσαν πάντοτε να βρουν, ανάμεσα στις ικανότητες που έχουν από κοινού, έναν τρόπο επίλυσης ως έναν βαθμό. Αλλά εκεί που οι από κοινού ικανότητες δεν υφίστανται, τουλάχιστον στο επίπεδο στο οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία, δηλαδή στη σφαίρα του αισθητού, το εμπόδιο δεν μπορεί να αρθεί με κανένα μέσο, καθώς συνδέεται με τη διαφορά της φύσης των εν λόγω όντων. Με δεδομένη την περίπτωση όντων διαμορφωμένων με τρόπο ώστε τίποτα από αυτά που προκαλούν αισθήσεις σε μας να προκαλούν αισθήσεις σε εκείνα, τέτοια όντα είναι για μας σαν να μην υπάρχουν, και το αντίστροφο. Ακόμη κι αν αυτά βρίσκονταν δίπλα μας, τα πράγματα δεν θα άλλαζαν, ούτε ίσως θα αντιλαμβανόμασταν την παρουσία τους. Σε κάθε περίπτωση, πιθανώς δεν θα αναγνωρίζαμε ότι πρόκειται για ζωντανά όντα. Αυτό θα μας επέτρεπε επιπλέον, ας πούμε εν τάχει, να υποθέσουμε ότι τίποτα δεν αντιτάσσεται στο ότι υπάρχουν, στο γήινο περιβάλλον, όντα εντελώς διαφορετικά από όλα όσα ξέρουμε, με τα οποία δε θα είχαμε κάποιο μέσο να έρθουμε σε επαφή. Δεν είναι πάντως το θέμα να επιμείνουμε σε αυτό το ζήτημα, πολύ περισσότερο καθώς, αν όντα αυτού του είδους υπήρχαν, δεν θα είχαν τίποτα κοινό με τη δική μας ανθρωπότητα. Όπως και να’χει, αυτά που είπαμε δείχνουν πόση αφέλεια περιέχεται στις αυταπάτες που έχουν ορισμένοι μελετητές σε σχέση με το θέμα της διαπλανητικής επικοινωνίας. Τέτοιες αυταπάτες προέρχονται από το λάθος, το οποίο επισημάναμε προηγουμένως, που συνίσταται στο να αποδίδει κανείς παντού παραστάσεις καθαρά γήινες.

René Guénon, L'Erreur spirite (Η πνευματιστική πλάνη), Éditions Traditionnelles, 1977, σ. 186-9 (α' έκδοση 1923).
Μετάφραση: Δημήτρης Τσουμάνης.